go without



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
go without [sth] vtr phrasal insep (be deprived of, not have)στερούμαι ρ μ
  (καθομιλουμένη)κάνω και χωρίς έκφρ έκφρ
  τα βγάζω πέρα χωρίς κτ έκφρ
 A camel can go without water for a week.
 Personally, I can go without television.
 Μια καμήλα μπορεί να στερηθεί το νερό για μία εβδομάδα. Προσωπικά, μπορώ να στερηθώ την τηλεόραση.
 Προσωπικά, μπορώ να κάνω και χωρίς τηλεόραση.
go without vi phrasal (not have [sth], suffer deprivation)στερούμαι ρ μ
  μου λείπει κτ, δεν έχω κτ περίφρ
 My parents went without so that my sister and I could have everything we needed.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
go without saying v expr (be obvious)εννοείται ρ απρ
  είναι προφανές έκφρ απρ
  (επίσημο)εξυπακούεται ρ απρ
 It goes without saying that you can't leave your bike unlocked in the city.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'go without' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση go without στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «go without».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!